Αἰσώπειος

Αἰσώπειος
Αἰσώπειος, α, ον,
A of Aesop,

λόγοι D.L.5.80

, Theon Prog.1, etc.;

ἀθύρματα Him.Or.20.1

;

κύων Plu.2.157b

; αἷμα, prov. of an indelible stain, Zen.1.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἰσώπειος — of Aesop masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισώπειος — εια, ειο (Α αἰσώπειος, εία, ειον) [Αίσωπος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Αίσωπο Αισώπειοι μύθοι …   Dictionary of Greek

  • αισώπειος — α, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Αίσωπο: Τους λεγόμενους αισώπειους μύθους πρώτος συγκέντρωσε ο βυζαντινός καλόγερος Μάξιμος Πλανούδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αἰσωπείων — Αἰσώπειος of Aesop fem gen pl Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσώπειον — Αἰσώπειος of Aesop masc acc sg Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσωπείοις — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσωπείου — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσωπείους — Αἰσώπειος of Aesop masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσωπείῳ — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσώπεια — Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσώπειοι — Αἰσώπειος of Aesop masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”